- ἐνδομάχας
- ἐνδομᾰχας1 fighting within its home
τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ενδομάχας — ἐνδομάχας, ο (Α) αυτός που μάχεται μέσα στο σπίτι του («ένδομάχας ἅτ ἀλέκτωρ», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
ἐνδομάχας — ἐνδομάχᾱς , ἐνδομάχης masc acc pl ἐνδομάχᾱς , ἐνδομάχης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek